όμβρος

όμβρος
(I)
ο (ΑΜ ὄμβρος)
βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.)
μσν.
(για υγρό) ροή
αρχ.
1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας
2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ' ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.)
3. ροή άφθονου νερού, πλημμύρα
4. κάθε υγρό που ρέει
5. οτιδήποτε γίνεται ή πέφτει με ραγδαίο τρόπο, όπως η μάχη ή ο κεραυνός («ἐν πολυφθόρῳ Διὸς ὄμβρῳ», Πίνδ.)
6. στον πληθ. οἱ ὄμβροι
καταιγίδα, πλημμύρα, κατακλυσμός («ὄμβροι πολλοὶ καὶ λάβροι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄμβρος ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *embh- / *ombh- και συνδέεται με: αρχ. ινδ. ambhas- «νερό, βρόχινο νερό» (πιθ. < ΙΕ τ. *embhos) και αρχ. ινδ. ambu- «νερό» (χωρίς δασύ σύμφωνο), επίσης με αρχ. ινδ. abhra- «νέφος» και αβεστ. awra-, Στην Ελληνική η λ. ὄμβρος έχει επίθημα -ρος και μέσο ηχηρό σύμφωνο -β- αντί τού ηχηρού δασέος -bh- τών άλλων συγγενών γλωσσών (στην Ελληνική, μετά από έρρινο σύμφωνο, το β- μπορεί να αντιπροσωπεύει δασύ σύμφωνο, πρβλ. τρέφω: θρόμβος, στρέφω: στρόμβος). Στη Λατινική επίσης η λ. imber, -ris «βροχή» εμφανίζει ηχηρό -b- και θέμα σε -i- αναλογικό με λέξεις τού τύπου September, -bris. Με τους προηγούμενους τ. θα μπορούσαν να συνδεθούν και ονόματα ποταμών κελτικής προέλευσης: γαλατ. Αmir, γερμ. Αmper κ.ά. Έχει όμως διατυπωθεί και η άποψη ότι τόσο οι τ. αυτοί όσο και η ρίζα τής λ. ὄμβρος συνδέονται με τη ρίζα *nebh- τών νέφος, νεφέλη (βλ. και λ. ομφή [II]). Κατ' άλλη, τέλος, άποψη, η λ. ὄμβρος θεωρείται δάνεια. Ο μυκην., εξάλλου, τ. omirijo είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν πρέπει να θεωρηθεί ότι αποδίδει τη λ. ὄμβριος.
ΠΑΡ. όμβριος
αρχ.
ομβρήεις, ομβρηρός, ομβρικός (Ι), όμβριμος, ομβρώ (Ι), ομβρώ (II), ομβρώδης
μσν.
ομβρίζω
νεοελλ.
ομβριά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ομβροδέκτης, ομβροφόρος, ομβροχαρής
αρχ.
ομβρηγενής, ομβρήρης, ομβροδόκος, ομβροδοσία, ομβρόθεος, ομβροκτύπος, ομβρολυτώ, ομβροποιός, ομβροτόκος
αρχ.-μσν.
ομβροβλυτώ
μσν.
ομβροκλυσία
νεοελλ.
ομβρογράφος, ομβρόμετρο, ομβρόφιλος, ομβρόφοβος. (Β' συνθετικό) αρχ. άνομβρος, δύσομβρος, έπομβρος, εύομβρος, κάτομβρος, πολύομβρος, σύνομβρος, ύπομβρος, φίλομβρος].
————————
(II)
ὄμβρος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «χοιρίδιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οβρίκαλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὄμβρος — storm of rain masc nom sg ό)μβρος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμβρω — ὄμβρος storm of rain masc nom/voc/acc dual ὄμβρος storm of rain masc gen sg (doric aeolic) ὀμβρόω imbricitur pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὀμβρόω imbricitur imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ό)μβρος masc nom/voc/acc dual ό)μβρος masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμβρε — ὄμβρος storm of rain masc voc sg ό)μβρος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμβροι — ὄμβρος storm of rain masc nom/voc pl ό)μβρος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμβροιο — ὄμβρος storm of rain masc gen sg (epic) ό)μβρος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμβροις — ὄμβρος storm of rain masc dat pl ό)μβρος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμβροισι — ὄμβρος storm of rain masc dat pl (epic ionic aeolic) ό)μβρος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμβροισιν — ὄμβρος storm of rain masc dat pl (epic ionic aeolic) ό)μβρος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμβρον — ὄμβρος storm of rain masc acc sg ό)μβρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμβρου — ὄμβρος storm of rain masc gen sg ὀμβρόω imbricitur pres imperat act 2nd sg ὀμβρόω imbricitur imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ό)μβρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”